- βραγιά
- η1) садовая грядка;
κάνω βραγιές — копать грядки;
2) клочок земли
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κάνω βραγιές — копать грядки;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βραγιά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 35 μ., 473 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φιλλύρων. Παλαιότερα ονομαζόταν Μπαλχάρ. * * * η 1. τμήμα κήπου με άνθη ή λαχανικά που… … Dictionary of Greek
βραγιά — η πρασιά, χώρισμα κήπου με αυλακιές: Στον κήπο κάναμε βραγιές με λουλούδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρασιά — (allium). Με την ονομασία αυτή (λέγεται και αγριοπρασιά), χαρακτηρίζονται 3 φυτά. Το 1ο, που επιστημονικά ονομάζεται άλλιο το μέλαν ανήκει στην οικογένεια των λειλιδών. Είναι πολυετής πόα, με βλαστό ισχυρό κυλινδρικό, ύψους 40 80 εκ., με βολβό… … Dictionary of Greek
ταχτάς — ο, Ν 1. πρασιά, βραγιά 2. είδος σταφυλιού … Dictionary of Greek
παρτέρι — το (λ. γαλλ.), φυτεμένο τμήμα κήπου, αλλιώς πρασιά, βραγιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)